μηχανογραφικός

μηχανογραφικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανογραφία ή στη μηχανογράφηση («μηχανογραφικό κέντρο»)
2. φρ. «μηχανογραφική οργάνωση»
(οικον.) ο εφοδιασμός μιας οικονομικής μονάδας με τις αναγκαίες και κατάλληλες μηχανές γραφείου, ώστε να παράγεται το επιδιωκόμενο έργο με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανογράφος. Η λ. μηχανογραφική μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηχανογραφικός — ή, ό ο σχετιζόμενος με την καταγραφή δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Μηχανογραφικό κέντρο. – Μηχανογραφικό δελτίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”